ακτινοχημεία

ακτινοχημεία
η Χημ.
κλάδος τής πυρηνικής χημείας και τής φυσικοχημείας με αντικείμενο μελέτης τις χημικές αντιδράσεις που γίνονται υπό την επίδραση ακτινοβολιών υψηλής ενέργειας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ραδιοφυσική — η, Ν παλαιός όρος που δήλωνε τον κλάδο τής φυσικής και χημείας το αντικείμενο τού οποίου καλύπτεται σήμερα από την ακτινοχημεία και τη ραδιοχημεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”